- συνηγμένως
- συνηγμένως, Adv., ([etym.] συνάγω)A collectively, Hsch. s.v. ἁθρόως, An.Ox. 4.407, Tz.H.11.123, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνηγμένως — ΜA επίρρ. περιληπτικώς, με λίγα λόγια («οὐ συνηγμένως αὐτὰ εἰπών», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνηγμένος, μτχ. παρακμ. του συνάγω «περισυλλέγω, μαζεύω» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
συνηγμένως — συνάγω bring together perf part mp masc acc pl (doric) συνηγμένως collectively indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)